λιπόντες

λιπόντες
λείπω
leave
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύυδρος — εὔυδρος, ον (ΑΜ) (για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό αρχ. αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άν υδρος, πολύ υδρος] …   Dictionary of Greek

  • θεράπνη — θεράπνη, ή (Α) 1. υπηρέτρια («λιποῦσ Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.) 2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναι αὐλῶνες* σταθμοί» 4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”